Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οπισαμβώ — ὀπισαμβώ, ἡ (Α) (κατά τον Ευστάθ.) «ἡ εἰς τοὐπίσω ἀναχώρησις», η επιστροφή, ο γυρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπίσω + ἀμβαίνω, επικ. και ιων. τ. τού ἀναβαίνω] … Dictionary of Greek
ὀπισαμβώ — a going backwards fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)